καιροδαπιστής

καιροδαπιστής
καιροδᾰπιστής, οῦ, , ([etym.] καῖρος, δάπις)
A carpet-weaver, Judeich Altertümer von Hierapolis 342 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καιροδαπιστής — καιροδαπιστής, ὁ (Α) αυτός που υφαίνει τάπητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῖρος «τα σχοινιά τού στημονιού τού αργαλειού» + δάπις «τάπης, χαλί» + κατάλ. τής] …   Dictionary of Greek

  • καίρος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”